οργανογενής

οργανογενής
ης, ες геол (из веществ) органического происхождения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οργανογενής" в других словарях:

  • οργανογενής — ές (για ιζηματογενή πετρώματα) αυτός που σχηματίστηκε από λείψανα τού οργανικού κόσμου, δηλ. ζώων και φυτών, ή από τις βιολογικές λειτουργίες τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organogenic (< όργανο + γενής < γένος)] …   Dictionary of Greek

  • κερατόλιθος — Πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα, που σχηματίζεται μέσα στη θάλασσα. Η προέλευσή του είναι χημική ή οργανογενής (πιθανότατα από τη διαγένεση των διατόμων του πλαγκτόν της θάλασσας). Το χρώμα του είναι τεφρό, μαύρο ή ερυθρωπό. Ο κ. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»